Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ρραγία"
1 εγγραφή
-ρραγία [rajía] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με την αιμορραγία στο όργανο ή στο μέρος του σώματος που υπάρχει ως α' συνθετικό: γαστρο~, ηπατο~, θηλο~, μητρο~, πνευμονο~, σπληνο~.

[λόγ. < αρχ. -ρραγία (θ. συγγ. του ρ. ῥήγνυμι `κομματιάζω΄) ως β' συνθ.: αρχ. αἱμο-ρραγία & γαλλ. -rragie < αρχ. -ρραγία: γαστρο-ρραγία < γαλλ. gastrorragie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες