Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-πόλεμος"
2 εγγραφές [1 - 2]
-πόλεμος [pólemos] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· συνήθ. δηλώνει: 1. συμπλοκή μεταξύ προσώπων υπό τύπο παιχνιδιού κατά την οποία χρησιμοποιείται αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ανθο~, μαξιλαρο~, σοκολατο~, χιονο~. 2. πολεμική συμπλοκή που διεξάγεται: α. από την ομάδα που εκφράζει το α' συνθετικό: ανταρτο~, συμμοριτο~. β. με τον τρόπο που συνεπάγεται το α' συνθετικό: κλεφτο~.

[λόγ. < ουσ. πόλεμος ως β' συνθ. & μτφρδ.: ανταρτο-πόλεμος < αγγλ. guerilla war]

-πόλεμος -η -ο : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο χαρακτηρίζεται από τη σχέση του με τον πόλεμο, την οποία εκφράζει το α' συνθετικό: απειρο~, εμπειρο~, φιλο~, που δεν έχει ή έχει πείρα του πολέμου, που αγαπά τον πόλεμο· ετοιμο~, που είναι έτοιμος για πόλεμο.

[λόγ. < αρχ. -πόλεμος < αρχ. πόλεμος ως β' συνθ.: αρχ. φιλο-πόλεμος, ελνστ. ἐμπειρο-πόλεμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες