Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -πωλείο [polío] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· δηλώνει το κατάστημα στο οποίο πωλείται αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αρωματο~, βιβλιο~, καπνο~, κηρο~, κοσμηματο~, χαρτο~. || σχηματίζει το λόγιο τύπο τοπικών ουσιαστικών, όταν υπάρχει ανάλογος προφορικός: ανθο~, ιχθυο~, κρεο~, οπωρο~, παντο~· (πρβ. λουλουδάδικο, ψαράδικο, χασάπικο, μανάβικο, μπακάλικο).
[λόγ. < αρχ. -πωλεῖον, -πώλιον (< -πώλης) ως β' συνθ.: αρχ. παντο-πώλιον, παντο-πωλεῖον]