Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-πρόσωπος"
1 εγγραφή
-πρόσωπος -η -ο [prósopos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα. I. χαρακτηρίζει το προσδιοριζόμενο άτομο από το σχήμα ή τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, στοιχεία που δίνονται από το α' συνθετικό: αγριο~, ασχημο~, μακρο~, μικρο~, ομορφο~, στρογγυλο~, φεγγαρο~, που έχει άγριο, άσχημο, μακρύ κτλ. πρόσωπο. II. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο παρουσιάζει τόσες όψεις, μορφές όσες εκφράζει το α' συνθετικό: δι~, διπλο~, πολυ~. III. (γραμμ.) με αναφορά στα γραμματικά πρόσωπα· (βλ. πρόσωποII3): τριτο~: τριτοπρόσωπο ρήμα. || σε παραγωγή με προθήματα: α~.

[I: αρχ. -πρόσωπος θ. του ουσ. πρόσωπ(ον) -ος ως β' συνθ.: αρχ. στρογγυλο-πρόσωπος, πολυ-πρόσωπος, ελνστ. (παράγωγο) ἀ-πρόσωπος (αρχική σημ.: `χωρίς όμορφο πρόσωπο΄)· ΙΙ: & λόγ. < αρχ. -πρόσωπος· III: λόγ. < ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες