Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -πονος [ponos] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· συνήθ. δηλώνει την ύπαρξη πόνου: α. στο σημείο που εκφράζει το α' συνθετικό: εντερό~, στηθό~, στομαχό~· συχνά εναλλάσσεται με το α' συνθετικό πονο-: κεφαλό~, κοιλό~, λαιμό~, πονοκέφαλος, πονόκοιλος, πονόλαιμος· με λόγιο α' συνθετικό: οδοντό~, πονόδοντος. β. εξαιτίας αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: νευρό~, ρευματό~.
[ουσ. πόνος ως β' συνθ. (πρβ. αρχ. πολύ-πονος `πολύ κουραστικός, (για αρρώστια) οδυνηρός΄)]
- -πονος -η -ο : το λόγιο ουσ. πόνος ως β' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα (επίθετα, ουσιαστικοποιημένα επίθετα) με αναφορά στον κόπο, στην προσπάθεια, με ρηματικό α' συνθετικό: φιλό~, φυγό~, αυτός που αγαπάει ή αποφεύγει τον κόπο, την προσπάθεια. || σε παραγωγή: επί~, που είναι πολύ κουραστικός.
[λόγ. < αρχ. -πονος < ουσ. πόνος ως β' συνθ.: αρχ. ἐπί-πονος, φιλό-πονος]