Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ποιώ"
1 εγγραφή
-ποιώ [pió] -ούμαι : 1. β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι: α. το υποκείμενο του ρήματος δίνει σε κτ. (που δηλώνεται ως αντικείμενο του ρήματος) τη μορφή, τα χαρακτηριστικά αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: αλευρο~, ελασματο~, κονιορτο~, κονσερβο~, κωδικο~, περιθωριο~, πολ το~, χαλυβο~. || σε σύνθεση αποκλειστικά με λόγιας προέλευσης α' συνθετικό στις περιπτώσεις που υπάρχει και αντίστοιχο μη λόγιο: σακχαρο~, σαπωνο~. β. το υποκείμενο του ρήματος κάνει τις απαραίτητες ενέργειες, ώστε να έχει το αντικείμενο του ρήματος τις ιδιότητες που συνεπάγεται το επίθετο που υπάρχει ως α' συνθετικό: ισχυρο~, μονιμο~, οριστικο~, ρευστο~, σταθερο~, στεγανο~, συγκεκριμενο~, ωραιο~. 2. σε παραγωγή με προθήματα με σημασία προσδιορισμένη από το πρόθημα: εκ~, μετα~, παρα~.

[λόγ. < αρχ. -ποιῶ < ρ. ποιῶ ως β' συνθ.: αρχ. δραμα το-ποιῶ, κακο-ποιῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες