Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ποιός"
2 εγγραφές [1 - 2]
-ποιός [piós] θηλ. -ποιός [piós] στις περιπτώσεις που σχηματίζεται : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο: 1. που έχει ως επάγγελμά του την κατασκευή αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -άς 1): επιπλο~, οπλο~. || φαρμακο~. || σε σύνθεση αποκλειστικά με λόγιας προέλευσης α' συνθετικό στις περιπτώσεις που υπάρχει και αντίστοιχο μη λόγιο: αρτο~, εφαπλωματο~, υποδηματο~, ωρολογο~. 2. που χαρακτηρίζεται από τη δημιουργία, την παραγωγή αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: γελωτο~, θαυματο~· ιαμβο~, τραγωδο~.

[λόγ. < αρχ. -ποιός (< ρ. ποιῶ) ως β' συνθ.: αρχ. μυρο-ποιός `που κάνει αρώματα΄, ελνστ. δραματο-ποιός, ὁπλο-ποιός· λόγ. θηλ. χωρίς διακρ. γένους]

-ποιός -ός / -ά -ό [piós] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τις ιδιότητες και την ικανότητα να κάνει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αγαθο~, γονιμο~, ιδρωτο~. || με ουσιαστικοποίηση του αρσενικού ή θηλυκού γένους: ειρηνο~, κακο~.

[λόγ. < αρχ. -ποιός (< ρ. ποιῶ) ως β' συνθ.: αρχ. νεωτερο-ποιός `νεωτεριστής΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες