Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ποιητικός -ή -ό [piitikós] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει την ικανότητα να δημιουργεί, να παράγει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ουρο~, αιματο~.
[λόγ. < αρχ. -ποιητικός (< -ποίη(σις) -τικός) ως β' συνθ.: αρχ. τεκνο-ποιητικός `που γεννάει παιδιά΄, ελνστ. αἱματο-ποιητικός `που παράγει αίμα΄ & γαλλ. -poiétique < αρχ. -ποιητικός: ουρο-ποιητικός < γαλλ. uréopoiétique]