Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ποιείο"
1 εγγραφή
-ποιείο [piío] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά· δηλώνει το κατάστημα ή γενικότερα το χώρο στον οποίο κατασκευάζεται αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -άδικο 2): επιπλο~, κορνιζο~, οπλο~. || σε σύνθεση αποκλειστικά με λόγιο α' συνθετικό στις περιπτώσεις που υπάρχει αντίστοιχο μη λόγιο: αρτο~, εφαπλωματο~, υποδηματο~· (πρβ. ψωμάδικο, παπλωματάδικο, παπουτσάδικο).

[λόγ. < αρχ. -ποιεῖον (< ρ. ποιῶ) ως β' συνθ.: αρχ. ἡνιο-ποιεῖον `μαγαζί για σέλες΄, ελνστ. σιτο-ποιεῖον `χώρος για άλεσμα σταριού΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες