Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ποιία [piía] : β' συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει συνήθ.: 1. οργανωμένη παραγωγή σε επίπεδο οικοτεχνίας, βιοτεχνίας κτλ. με αντικείμενο παραγωγής αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αλευρο~, αρτο~, ασβεστο~, κονσερβο~, χαρτο~. || σε σύνθεση αποκλειστικά με λόγιο α' συνθετικό στις περιπτώσεις που υπάρχει αντίστοιχο μη λόγιο: κηρο~, κτενο~, κυτιο~, σαπωνο~, ταπητο~, ωρολογο~. 2. σύνολο γνώσεων ή τη γενικότερη αντίληψη και τεχνική που αφορούν τη δημιουργία ή την κατασκευή αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: δραματο~, μελο~, μυθο~· γεφυρο~, οδο~.
[λόγ. < αρχ. -ποιΐα (< ποιῶ) ως β' συνθ.: αρχ. μελο-ποιΐα, ελνστ. φαρμακο-ποιΐα `παρασκευή φαρμάκων΄]