Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ποίητος -η -ο [píitos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει δημιουργηθεί με τον τρόπο, το μέσο ή το όργανο που δηλώνει το α' συνθετικό: μηχανο~, χειρο~.
[λόγ. < αρχ. -ποίητος < ρ. ποιη- (ποιῶ) -τος ως β' συνθ.: αρχ. θεο-ποίητος `δημιουργημένος από τους θεούς΄, ελνστ. ἀχειρο-ποίητος]



