Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -πληκτος -η -ο [pliktos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: 1. έχει πληγεί από αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -παθής1β): ανταρτό~, κεραυνό~, σεισμό~, χαλαζό~. || (ως ουσ.) οι σεισμόπληκτοι. 2. διακατέχεται από αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: προγονό~, φαντασιό~.
[λόγ. < αρχ. -πληκτος (< ρ. πλήττω) ως β' συνθ.: αρχ. θαλασσό-πληκτος `χτυπημένος από τη θάλασσα΄, ελνστ. *φαντασιό-πληκτος (πρβ. ελνστ. επίρρ. φαντασιοπλήκτως)]