Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -πλευρος -η -ο [plevros] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· συνήθ.: 1. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο γεωμετρικό σώμα ή σχήμα έχει τόσες πλευρές όσες εκφράζει το αριθμητικό που υπάρχει ως α' συνθετικό· (πρβ. -εδρος): δεκά~, εξά~, πεντά~, τετρά~. || πολύ~. 2. χαρακτηρίζει το προσδιοριζόμενο συνήθ. σχήμα από τη σχέση των πλευρών του μεταξύ τους: ανισό~, ισό~.
[λόγ. < αρχ. -πλευρος θ. του ουσ. πλευρ(ά) -ος ως β' συνθ.: αρχ. ἰσό-πλευρος, ελνστ. ἑξά-πλευρος]