Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -παραγωγή [paraγojí] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει τη συστηματική καλλιέργεια και παραγωγή αυτού που υποδηλώνει το α' συνθετικό· (πρβ. -καλλιέργεια1): βαμβακο~, ελαιο~, καπνο~, οινο~, σιτο~, σταφιδο~. || ιχθυο~. || ηλεκτρο~.
[λόγ. < ουσ. παραγωγή ως β' συνθ. μτφρδ.: βαμβακο-παραγωγή < γαλλ. production du coton]