Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-παθητικός"
1 εγγραφή
-παθητικός -ή -ό [paθitikós] : β' συνθετικό σύνθετων επιθέτων τα οποία συνήθ. αποτελούν απλοποιημένο τύπο των λόγιων επιθέτων σε -παθής: νευρο~. || ομοιο~. || σε παραγωγή: αντι~, συμ~.

[λόγ. < ελνστ. παθητικός `ικανός για συγκίνηση, επιδεκτικός΄ μτφρδ. διεθ. -path `ειδικευμένος θεραπευτής΄ < αρχ. -παθής ως β' συνθ.: οστεο-παθητικός, οστεο-παθητική < γαλλ. ostéopathe, ostéopathie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες