Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-παθής"
1 εγγραφή
-παθής -ής -ές [paθís] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις που κατά περίπτωση λειτουργούν μέσα στην πρόταση ως επίθετα ή ως ουσιαστικά (στο αρσενικό και θηλυκό γένος). 1. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο: α. υφίσταται αυτό που συνεπάγεται το α' συνθετι κό: αναξιο~, μετριο~, ομοιο~. || ζει και συμπεριφέρεται υπό την επίδρα ση αυτού που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: εγω~, ηττο~, μυστικο~. || σε παραγωγή: α~, εμ~, περι~, συμ~. β. (κυρ. ως ουσ.) έχει πληγεί από αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -πληκτος1): πλημμυρο~, σεισμο~. 2. (ιατρ., κυρ. ως ουσ.) χαρακτηρίζει το άτομο που πάσχει από ανίατη πάθηση στο τμήμα του σώματος που συνήθ. δηλώνει το α' συνθετικό: καρδιο~, καρκινο~, νεφρο~, ψυχο~.

[λόγ. < αρχ. -παθής θ. του ουσ. πάθ(ος) `κτ. που συμβαίνει σε κπ., δυστύχημα΄ -ής ως β' συνθ.: αρχ. (παράγωγο) ἀ-παθής, ελνστ. πολυ-παθές (νόσημα) `με ποικίλες αντιδράσεις΄ & διεθ. -path < αρχ. -παθής: νευρο-παθής, ψυχο-παθής < γαλλ. névropathe, psychopathe]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες