Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ούχος [úxos] θηλ. -ούχος [úxos] & (σπάν., προφ.) -ούχα [úxa] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που έχει στην κατοχή του αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: γηπεδ~, κεφαλαι~, λεωφορει~, οικοπεδ~, περιπτερ~· πολι~. || δικαι~· ο, η συνταξι~ και (προφ.) η συνταξιούχα.
[λόγ. < αρχ. -οῦχος `που κρατάει, βαστά΄ < θ. συγγ. του ρ. ἔχω ως β' συνθ.: αρχ. ῥαβδ-οῦχος, πολι-οῦχος `προστάτης της πόλης΄, ελνστ. πηδαλι-οῦχος και νεοελλ. επέκτ. της σημ. κατά το ρ. έχω· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· -ούχ(ος) θηλ. -α]
- -ούχος -ος / -α -ο [úxos] : β' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο εμπεριέχει ως συστατικό του το στοιχείο που εκφράζει το α' συνθετικό: αερι~, αμυλ~, θει~, ιωδι~, φθορι~, πιτυρ~, ραδι~.
[λόγ. επίθ. < ουσ. -ούχος σε μτφρδ. γερμ. -haltig ως β' συνθ.: αλατ-ούχος < γερμ. salzhaltig]