Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ούτσικος -ούτσικη -ούτσικο [útsikos] θηλ. & -ούτσικια [útsi
a] : υποκοριστικό επίθημα επιθέτων παράγωγων από επίθετα σε -ός -ή -ό, -ος -η -ο: (ακριβός) ακριβούτσικος, (άσχημος) ασχημούτσικος, (αλμυρός) αλμυ ρούτσικος, (δροσερός) δροσερούτσικος, (ζεστός) ζεστούτσικος, (παχουλός) παχουλούτσικος· (μεγάλος) μεγαλούτσικος. || παραγωγή από επιθε τικές αντωνυμίες: (κάμποσος) καμποσούτσικος, (τοσοσδά) τοσοδούτσικος. -ούτσικα επίθημα επιρρημάτων. [σύνθ. μσν. επίθημα -ούτσικος < -ούτσ(ης) -ικος < ιταλ. υποκορ. επίθημα ucc(io) -ης: ιταλ. animaluccio `ζωάκι΄: μσν. μικρ-ούτσικος]



