Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ούσα"
1 εγγραφή
-ούσα [úsa] : (συχνά λαϊκότρ.) I. επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών· χαρακτηρίζει το πρόσωπο: 1. που κάνει αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη (ρήμα ή ρηματική έκφραση): (γρηγορώ) γρηγορούσα, (χαμηλά βλέπω) χαμηλοβλεπούσα. 2. που έχει την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (μαντίλι) μαντιλούσα· σαρανταποδαρούσα, πολυκυματούσα. II. (λογοτ.) επίθημα που δίνει ένα δεύτερο τύπο θηλυκού σε μερικά επίθετα σε -ης -α -ικο, σύνθετα με β' συνθετικό τις λέξεις μαλλί, μάτι, φρύδι, τα οποία λειτουργούν μέσα στην πρόταση και ως ουσιαστικά: (μαυρομάτης - μαυρομάτα) μαυροματούσα, (ξανθομάλλης - ξανθομάλλα) ξανθομαλλούσα, (σγουρομάλλης - σγουρομάλλα) σγουρομαλλούσα.

[μσν. κτητ. επίθημα -ούσα: μσν. ασχημοποδαρ-ούσα `γυναίκα που έχει άσχημα πόδια΄ < αρχ. κτητ. επίθημα -οῦσσα: αρχ. Ὀφι-οῦσσα “φιδονήσι”, ελνστ. Πιθηκ-οῦσσα (αρχ. Πιθηκ-οῦσσαι) “πιθηκονήσι” και αρχ. επίθημα θηλ. μεε. -οῦσα: πατ-οῦσα `πατούσα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες