Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ούρι"
4 εγγραφές [1 - 4]
-αρίζω [arízo] & -ρίζω [rízo] & -ουρίζω [urízo] : επίθημα ρημάτων παράγωγων: 1. από ονοματοποιία· (πρβ. -ανίζω): κακαρίζω, νιαουρίζω, πλατσαρίζω, πλατσουρίζω, ψιψιρίζω. 2. από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος συμπεριφέρεται όπως υπονοεί η πρωτότυπη λέξη: (παιδιά) παιδιαρίζω.

[ελνστ. -(α)ρίζω με βάση το ρ. ὀγκαρίζω (δες γκαρίζω)· -ου-: με βάση το νιαουρίζω]

-ούρι [úri] : σπάνιο υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων κυρίως από ονόματα: (κάνναβη) κανναβούρι, (στήθος) στηθούρι, (σπίθα) σπιθούρι.

[μσν. -ούριν < ελνστ. λ. -ούριον (< λ. σε -ούρ(ος) -ιον) με αποφυγή της χασμ.: ελνστ. *μελαν-ούριον (υποκορ. του αρχ. μελάνουρος), ελνστ. ἀνεμ-ούριον `ανεμόμυλος΄, μσν. κανναβ-ούριν < αρχ. κάνναβ(ις) -ούρι(ο)ν]

-ουρία [uría] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά. 1. δηλώνει την παρουσία στα ούρα της ουσίας που εκφράζει το α' συνθετικό: αιματ~, λευκωματ~, λιπο~. 2. αναφέρεται στην ούρηση: βραδυ~, πολυ~, συχνο~.

[λόγ. < αρχ. -ουρία θ. του ουσ. οsρ(ον) -ία ως β' συνθ.: αρχ. δυσ-ουρία, ελνστ. λιθ-ουρία & νλατ. -uria < αρχ. -ουρία: πυ-ουρία < νλατ. pyuria, λευκωματ-ουρία μτφρδ. νλατ. albuminuria]

-ουριά [urjá] : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά. 1. μεγεθύνει μειωτικά τη σημασία της πρωτότυπης λέξης: (λάσπη) λασπουριά. 2. (συχνά λαϊκότρ.) δημιουργεί περιληπτικά ουσιαστικά που δηλώνουν σύνολο ατόμων με την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (γύφτος) γυφτουριά, (κλέφτης) κλεφτουριά, (λεβέντης) λεβεντουριά.

[σύνθετο μετουσ. περιλ. επίθημα -ούρ(α) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες