Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ούργημα [úrjima] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά που αποτελούν συνήθ. χαρακτηρισμό ενός ανθρώπινου επιτεύγματος, έργου κτλ., με βάση αυτό που συνεπάγεται το α' συνθετικό: αραβ~, αριστ~, τερατ~.
[λόγ. < αρχ. -ούργημα από ρ. σε -ουργῶ (< ἔργον) ως β' συνθ.: αρχ. κακ-ούργημα (< κακ-ουργῶ `κάνω κακή πράξη΄)]