Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ούργημα"
1 εγγραφή
-ούργημα [úrjima] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά που αποτελούν συνήθ. χαρακτηρισμό ενός ανθρώπινου επιτεύγματος, έργου κτλ., με βάση αυτό που συνεπάγεται το α' συνθετικό: αραβ~, αριστ~, τερατ~.

[λόγ. < αρχ. -ούργημα από ρ. σε -ουργῶ (< ἔργον) ως β' συνθ.: αρχ. κακ-ούργημα (< κακ-ουργῶ `κάνω κακή πράξη΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες