Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ούρα 1 [úra] : επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· δηλώνει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (ανακατώνω - ανακάτωσα) ανακατωσούρα, (θολώνω) θολούρα, (χάνω - έχασα) χασούρα, (χαιρετάω) χαιρετούρα, (τρώγομαι - φαγώθηκα) φαγούρα.
[μσν. *-ούρα < λατ. & ιταλ. μεταρ. και μετεπιθ. επίθημα -ura αφηρ. και περιλ. ουσ.: λατ. strictura `σφίξιμο΄, λατ., ιταλ. armatura `εξοπλισμός΄]
- -ούρα 2 : μεγεθυντικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα· συνήθ. επιτείνει μειωτικά την έννοια της πρωτότυπης λέξης: (γαλλικά) γαλλικούρα, (δημοτική) δημοτικούρα, (ελληνικά) ελληνικούρα, (λαϊκός) λαϊκούρα, (μαλλί) μαλλούρα, (μηδενικό) μηδενικούρα.
[μσν. -ούρα < -ουρα 1 (το λατ. και ιταλ. -ura είναι και μετον.: ιταλ. altura `ψηλό μέρος΄): μσν. κομματ-ούρα `μεγάλο κομμάτι΄]