Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ούπολη [úpoli] : το ουσ. πόλη ως β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. πόλη που χαρακτηρίζεται με βάση: α. τους κατοίκους της: αγροτ~, εργατ~. β. την έντονη παρουσία αυτού που δηλώνει το α' συνθετικό: αγρ~, κηπ~, παραγκ~, τσιμεντ~. 2. χώρο όπου βρίσκονται οι κτιριακές εγκαταστάσεις που υποδηλώνει το α' συνθετικό: πανεπιστημι~. 3. σε προσδιοριστικά σύνθετα: μεγαλ~.
[λόγ. < ελνστ. β' συνθ. -πολις (< αρχ. ουσ. πόλις) σε κύρια ονόματα με γεν. σε -ου-: ελνστ. Ἀδριανού-πολις, Κωνσταντινού-πολις (αντί -όπολις: αρχ. ἀκρό-πολις, ελνστ. κωμ-ό-πολις) και νεοελλ. επέκτ. στο θ. προσηγορικών ονομάτων: παιδ-ούπολη, εργατ-ούπολη, τσιμεντ-ούπολη]