Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ούνι [úni] : (παρωχ.) υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: (βυζί) βυζούνι. || ζουζούνι, μαμούνι.
[μσν. -ούνι < αρχ. υποκορ. επίθημα -ιον σε λ. με θ. σε -ων-: ελνστ. κωδώνιον (υποκορ. του αρχ. κώδων), μσν. ρωθώνιον (υποκορ. του ελνστ. ῥώθων) με τροπή [o > u] από επίδρ. του [n] : μσν. κεντρ-ούνι `(μικρό) κεντρί΄ & ιταλ. λ. σε -on(e) -ι με τροπή [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ. και ιταλ. διαλεκτ. -une: ιταλ. piccione, pic(c)iuni > πιτσ-ούνι]