Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ούμενος 1 -ούμενη -ούμενο [úmenos] θηλ. (ως ουσ.) & -ουμένη [uméni] : κατάληξη για το σχηματισμό της μετοχής του παθητικού ενεστώτα· κανονικός σχηματισμός σε ρήματα με λόγια προέλευση που έληγαν σε -έω, -ούμαι, -όω, -ούμαι· (πρβ. -όμενος, -ώμενος): απαιτούμενος, κατηχούμενος, παραπονούμενος, προηγούμενος, φοβούμενος. || συχνά λειτουργούν ως ουσιαστικά: κατηγορούμενος, φορολογούμενος· το ουσιαστικοποιημένο θηλυκό συνήθ. παροξύτονο: κατηγορουμένη, κρατουμένη.
[λόγ. < αρχ. επίθημα μπε. συνηρ. ρ. -ούμενος: αρχ. κρατ-ούμενος, δηλ-ούμενος (δες και -όμενος)]
- -ούμενος 2 -ούμενη -ούμενο : κατάληξη για το σχηματισμό της μετοχής του παθητικού ενεστώτα· αναλογικός σχηματισμός της μετοχής σε ορισμένα βαρύτονα ρήματα της νέας ελληνικής, με λειτουργία συνήθ. επιθέτου ή ουσιαστικού· (πρβ. -άμενος): α. (προφ., λαϊκότρ.) στις περιπτώσεις που υπάρχει ο αντίστοιχος παθητικός ενεστώτας: βρισκούμενος, χρειαζούμενος. β. στις περιπτώσεις που υπάρχει ενεργητικός και όχι παθητικός ενεστώτας (συχνά αποτελεί το μόνο παθητικό τύπο σε χρήση): τρεχούμενος, περισσευούμενος, πρεπούμενος. γ. στις περιπτώσεις αναλογικού σχηματισμού, χωρίς να υπάρχει ρήμα από το οποίο να σχηματίζεται: γραμματιζούμενος, δαχτυλοδειχτούμενος, καλοστεκούμενος.
[αρχ. επίθημα μπε. συνηρ. ρ. -ούμενος: αρχ. κρατ-ούμενος, δηλ-ούμενος και μεταπλ. αρχ. μη συνηρ. ρ.: κάθομαι > καθ-ούμενος]