Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ούλιακας"
1 εγγραφή
-ούλιακαςlakas] : επίθημα με περιορισμένη χρήση αρσενικών ουσιαστικών με επιτατική σημασία· δηλώνει το πρόσωπο που έχει σε μεγάλο βαθμό την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (κουτός) κουτούλιακας, (μπεκρής) μπεκρούλιακας, (χοντρός) χοντρούλιακας.

[σύνθετο επίθημα -ούλι -άκας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες