Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ούλιακας [úlakas] : επίθημα με περιορισμένη χρήση αρσενικών ουσιαστικών με επιτατική σημασία· δηλώνει το πρόσωπο που έχει σε μεγάλο βαθμό την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (κουτός) κουτούλιακας, (μπεκρής) μπεκρούλιακας, (χοντρός) χοντρούλιακας.
[σύνθετο επίθημα -ούλι -άκας]