Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ούλης -ούλα -ούλικο [úlis] ουδ. & -ούλι [úli] : υποκοριστικό επίθημα επιθέτων παράγωγων από επίθετα: (άσχημος) ασχημούλης, (καημένος) καημενούλης, (μελαχρινός) μελαχρινούλης, (μικρός) μικρούλης, (νόστιμος) νοστιμούλης, (άσπρος) ασπρούλης, (καφετής) καφετούλης, (κόκκινος) κοκκινούλης. || (τοσοσδά) τοσοδούλης.
[επέκτ. των μετουσ. -ούλης, -ούλα σε επιθετική χρήση]
- -ούλι [úli] : υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: (κρυφτό) κρυφτούλι. || συνήθ. στον πληθυντικό, μειωτι κά για ξένες γλώσσες που είναι σε μεγαλύτερη κλίμακα γνωστές: αγγλικούλια, γαλλικούλια. || η συχνά ατονημένη υποκοριστική του σημασία μπορεί να ενισχυθεί με το επίθημα -άκι: (αυγό - αυγούλι) αυγουλάκι· (βλ. -ουλάκι). || με απώλεια της υποκοριστικής σημασίας: πεζούλι, σακούλι, χερούλι.
[μσν. επίθημα -ούλι(ν) < υποκορ. επίθημα -ούλ(α) υποκορ. -ι(ν): μσν. *μικρ-ούλι (πρβ. μσν. μικρουλάκι)]
- -ούλιακας [úlakas] : επίθημα με περιορισμένη χρήση αρσενικών ουσιαστικών με επιτατική σημασία· δηλώνει το πρόσωπο που έχει σε μεγάλο βαθμό την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (κουτός) κουτούλιακας, (μπεκρής) μπεκρούλιακας, (χοντρός) χοντρούλιακας.
[σύνθετο επίθημα -ούλι -άκας]
- -ουλίζω [ulízo] : (σπάν.) επίθημα για την παραγωγή ρημάτων από άλλα ρήματα· δηλώνει ότι γίνεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο η ενέργεια που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (μασώ) μασουλίζω.
[σύνθετο υποκορ. επίθημα -ουλίζω < αρχ. -ύλλ(ω) -ίζω: αρχ. ἐξαπατ-ύλλω `εξαπατώ λιγάκι΄ με τρο πή [i > u] από επίδρ. του [l] ]
- -ούλικος -ούλικη -ούλικο [úlikos] θηλ. & -ούλικια [úli
a] : υποκοριστικό επίθημα επιθέτων παράγωγων από επίθετα· συνήθ. σχηματίζουν παράλληλα και υποκοριστικό τύπο σε -ούλης: (άσχημος) ασχημούλικος, (κοντός) κοντούλικος, (όμορφος) ομορφούλικος. -ούλικα επίθημα επιρρημάτων. [σύνθετο επίθημα -ούλ(ης) -ικος]