Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ούλης"
2 εγγραφές [1 - 2]
-ούλης [úlis] θηλ. -ούλα* : υποκοριστικό επίθημα για το σχηματισμό ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά που συνήθ. δηλώνουν ιδιότητα: (αδερφός) αδερφούλης, (άντρας) αντρούλης, (γαμπρός) γαμπρούλης, (Θεός) Θεούλης, (ξάδερφος) ξαδερφούλης, (πατέρας) πατερούλης, (παππούς) παππούλης, (πεθερός) πεθερούλης· (εαυτός) εαυτούλης.

[μσν. -ούλης < -ούλ(α) -ης: μσν. μικρ-ούλης]

-ούλης -ούλα -ούλικο [úlis] ουδ. & -ούλι [úli] : υποκοριστικό επίθημα επιθέτων παράγωγων από επίθετα: (άσχημος) ασχημούλης, (καημένος) καημενούλης, (μελαχρινός) μελαχρινούλης, (μικρός) μικρούλης, (νόστιμος) νοστιμούλης, (άσπρος) ασπρούλης, (καφετής) καφετούλης, (κόκκινος) κοκκινούλης. || (τοσοσδά) τοσοδούλης.

[επέκτ. των μετουσ. -ούλης, -ούλα σε επιθετική χρήση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες