Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ούλα"
6 εγγραφές [1 - 6]
-ούλα [úla] : υποκοριστικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από θηλυκά ουσιαστικά: 1. προσηγορικά: (βέργα) βεργούλα, (βίδα) βιδούλα, (εφημερίδα) εφημεριδούλα, (κορνίζα) κορνιζούλα, (μαθήτρια) μαθητριούλα, (παρέα) παρεούλα, (πλατεία) πλατειούλα, (στιγμή) στιγμούλα, (φιλενάδα) φιλεναδούλα, (φοιτήτρια) φοιτητριούλα· (τοσηδά) τοσηδούλα· (αγάπη) αγαπούλα, (χαρά) χαρούλα. || συχνά με μειωτική σημασία ιδίως σε αφηρημένα ουσιαστικά: (διατριβή) διατριβούλα, (μελέτη) μελετούλα. 2. κύρια ονόματα: (Aναστασία) Aναστασούλα, (Aσπασία) Aσπασούλα, (Ειρήνη) Ειρηνούλα, (Kατερίνα) Kατερινούλα. 3. συχνά και με μειωτική σημασία ανάλογα με τα συμφραζόμενα σε ουσιαστικά που δηλώνουν ιδιότητα ή επάγγελμα: (εργάτρια) εργατριούλα, (καθηγήτρια) καθηγητριούλα, (κομμώτρια) κομμωτριούλα.

[μσν. -ούλ(λ)α < υστλατ. υποκορ. επίθημα -ulla: casellulla `μικρή καλύβα΄: μσν. μι κρ-ούλα]

-ουλάκι [uláki] : υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· (πρβ. -άκι): (άστρο) αστρουλάκι· || από επίρρημα: (λίγο) λιγουλάκι. || αντικαθιστά και ενισχύει το (ατονημένο σήμερα) υποκοριστικό επίθημα -ούλι: (αυγό - αυγούλι) αυγουλάκι, (σταυρός - σταυρούλι) σταυρουλάκι.

[σύνθετο επίθημα -ούλ(ι) -άκι]

-ουλας [ulas] : (σπάν.) μεγεθυντικό επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών: (βυθός) βύθουλας.

[ίσως μσν. επίθημα -ουλας < -ούλ(ι) μεγεθ. -ας: μσν. ζητ-ούλ(ιν) > ζήτ-ουλ-ας (δες λ.), βούρδ-ουλας (δες λ.)]

-ουλάς [ulás] : (σπάν.) επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών· δηλώνει τον πωλητή αυτού που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (αυγό) αυγουλάς, (νερό) νερουλάς.

[< -ούλ(ι) -άς]

-ούλης [úlis] θηλ. -ούλα* : υποκοριστικό επίθημα για το σχηματισμό ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά που συνήθ. δηλώνουν ιδιότητα: (αδερφός) αδερφούλης, (άντρας) αντρούλης, (γαμπρός) γαμπρούλης, (Θεός) Θεούλης, (ξάδερφος) ξαδερφούλης, (πατέρας) πατερούλης, (παππούς) παππούλης, (πεθερός) πεθερούλης· (εαυτός) εαυτούλης.

[μσν. -ούλης < -ούλ(α) -ης: μσν. μικρ-ούλης]

-ούλης -ούλα -ούλικο [úlis] ουδ. & -ούλι [úli] : υποκοριστικό επίθημα επιθέτων παράγωγων από επίθετα: (άσχημος) ασχημούλης, (καημένος) καημενούλης, (μελαχρινός) μελαχρινούλης, (μικρός) μικρούλης, (νόστιμος) νοστιμούλης, (άσπρος) ασπρούλης, (καφετής) καφετούλης, (κόκκινος) κοκκινούλης. || (τοσοσδά) τοσοδούλης.

[επέκτ. των μετουσ. -ούλης, -ούλα σε επιθετική χρήση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες