Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ούδα [úδa] : (λαϊκότρ.) ατονημένο υποκοριστικό επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά: (κοπέλα) κοπελούδα. || χωρίς υποκοριστική σημασία: (άμμος) αμμούδα.
[μσν. υποκορ. επίθημα -ούδα < -ούδ(ι) 1 -α: μσν. κοπελ-ούδα]
- -ουδάκι [uδáki] : 1. υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· (πρβ. -άκι): (σταυρός) σταυρουδάκι, (χωριό) χωριουδάκι, (μπιζού) μπιζουδάκι, (ραντεβού) ραντεβουδάκι. || αντικαθιστά και ενισχύει το (ατονημένο σήμερα) υποκοριστικό επίθημα -ούδι 1: (λαιμός - λαιμούδι) λαιμουδάκι, (λεφτά - λεφτούδια) λεφτουδάκια, (μυαλό - μυαλούδι) μυαλουδάκι, (μωρό - μωρούδι) μωρουδάκι, (παλτό - παλτούδι) παλτουδάκι. 2. επίθημα με μειωτική σημασία, όταν η πρωτότυπη λέξη δηλώνει επάγγελμα ή ιδιότητα: (γιατρός) γιατρουδάκι.
[σύνθετο επίθημα -ούδ(ι) -άκι]