Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ού"
48 εγγραφές [1 - 10]
-αρίζω [arízo] & -ρίζω [rízo] & -ουρίζω [urízo] : επίθημα ρημάτων παράγωγων: 1. από ονοματοποιία· (πρβ. -ανίζω): κακαρίζω, νιαουρίζω, πλατσαρίζω, πλατσουρίζω, ψιψιρίζω. 2. από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος συμπεριφέρεται όπως υπονοεί η πρωτότυπη λέξη: (παιδιά) παιδιαρίζω.

[ελνστ. -(α)ρίζω με βάση το ρ. ὀγκαρίζω (δες γκαρίζω)· -ου-: με βάση το νιαουρίζω]

-άς -ού -άδικο / -ούδικο [ás] : επίθημα ανισοσύλλαβων ονομάτων παράγωγων από ουσιαστικά· μέσα στην πρόταση τα ονόματα αυτά λειτουργούν συνηθέστερα ως κατηγορούμενα και λιγότερο ως επιθετικοί προσδιορισμοί και δηλώνουν το πρόσωπο (άντρα, γυναίκα, παιδί ή γενικά έμψυχο ουδέτερου γένους) που χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (γλώσσα) γλωσσάς - γλωσσού - γλωσσάδικο, (λόγος) λογάς - λογού - λογάδικο, (φαΐ) φαγάς - φαγού - φαγάδικο / φαγούδικο. || συχνά δηλώνει το πρόσωπο που αγαπά, που του αρέσει να τρώει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (μακαρόνια) μακαρονάς - μακαρονού - μακαρονάδικο.

[επίθημα επιθ. < -άς 1]

-ας 1 [as] : κατάληξη ισοσύλλαβων αρσενικών ουσιαστικών: ταμίας, πατέρας, αιώνας, ξενώνας, λιμένας, νιπτήρας, πυθμένας· αστυφύλακας, έφορας, εύζωνας.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. -ας κατάλ. πρωτόκλιτων αρσ.: λόγ. < ταμίας & μσν. -ας μεταπλ. αρχ. τριτόκλιτων με βάση την αιτ. για εξομάλ. της κλίσης: αρχ. ὁ πατήρ, αιτ. τόν πατέρα και νέα ονομ. μσν. ο πατέρας & λόγ. -ας μεταπλ. αρχ. τριτόκλιτων με βάση την αιτ. για προσαρμ. στη δημοτ.: αρχ. ὁ κλητήρ, αιτ. τόν κλητῆρα και νέα ονομ. ο κλητήρας & μεταπλ. αρχ. δευτερόκλιτων: αρχ. ὁ ἔμπορος > ο έμπορας]

-άς 1 [ás] θηλ. -ού 1* : επίθημα ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που το επάγγελμά του είναι σχετικό με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, φτιάχνει, επιδιορθώνει ή πουλάει αυτό που φανερώνει η πρωτότυπη λέξη: (γάλα) γαλατάς, (κόσκινο) κοσκινάς, (ομπρέλα) ομπρελάς, (πάπλωμα) παπλωματάς, (ψωμί) ψωμάς.

[ελνστ. επίθημα -ᾶς, συνήθ. επαγγελματικών: ελνστ. χαρκωματ-ᾶς `χαλκωματάς΄, μαχαιρ-ᾶς `αυτός που φτιάχνει μαχαίρια΄ (και αρχ. φαγ-ᾶς)]

-ας 2 & -άς [ás] : κατάληξη ανισοσύλλαβων αρσενικών ουσιαστικών: ρήγας, μπάρμπας· βοριάς, βραχνάς, παπάς.

[ελνστ. -ᾶς, πληθ. -ᾶδες με βάση αρχ. (ιων. διάλ.): ελνστ. μαχαιρ-ᾶς (δες και -άς 1)]

-άς 2 θηλ. -ού 3* : στις περιπτώσεις που σχηματίζεται· επίθημα μεγεθυντικών ουσιαστικών παράγωγων συνήθ. από ουσιαστικά· συχνά χρησιμοποιείται σε παρωνύμια ή σε οικογενειακά ονόματα· ειδικότερα δηλώνει το πρόσωπο: 1. που χαρακτηρίζεται από ένα μεγαλύτερο από το κανονικό μέρος του σώματός του: (δόντι) δοντάς, (χείλια) χειλάς. 2. που έχει σε μεγάλη ποσότητα αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (λεφτά) λεφτάς.

[< -ας 1]

-ού 1 [ú] : επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών: 1α. (από αρσενικά σε -άς, -τζής) δηλώνει τη γυναίκα κάποιου, ο οποίος χαρακτηρίζεται από το επάγγελμα που ασκεί ή τη γυναίκα που η ίδια ασκεί αυτό το επάγγελμα: (καπελάς) καπελού, (μυλωνάς) μυλωνού, (ομπρελάς) ομπρελού, (παπλωματάς) παπλωματού· (καφετζής) καφετζού, (ψιλικατζής) ψιλικατζού. β. χωρίς να υπάρχει αντίστοιχο αρσενικό: καμπαρετζού, κουμποτρυπού. 2. (λαϊκότρ.) σε ανδρωνυμικά ουσιαστικά δηλώνει τη γυναίκα που την ονομάζουν από το βαφτιστικό όνομα του άντρα της: (Bασίλης) Bασιλού, (Mιχάλης) Mιχαλού.

[μσν. -ού: μσν. βυζ-ού < αρχ. (ιων.) επίθημα θηλ. κύριων ον. -ώ, αιτ. -οῦν και μεταπλ. με βάση την αιτ. σε νέα ονομ. -ού: αρχ. Ἰώ, αιτ. Ἰοῦν, ελνστ. Δημώ, αιτ. Δημοῦν. Το επίθημα συνδυάστηκε με αρσ. ανδρωνυμικά και επαγγελμ. -άς: μσν. μυλων(άς) -ού και με αρσ. -ής: μερακλ(ής) -ού, και ανεξάρτητο χωρίς αντίστοιχο αρσ.: κουμποτρυπ-ού, στριπτιζ-ού, ναζ-ού]

-ού 2 : επίθημα για το σχηματισμό του θηλυκού γένους ειδικής κατηγορίας ονομάτων που λειτουργούν μέσα στην πρόταση άλλοτε ως ουσιαστικά και άλλοτε ως επίθετα· δηλώνει το θηλυκού γένους πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από ανάλογη προς το αρσενικό ιδιότητα. 1. (με αποκλειστικό σχηματισμό θηλ. σε -ού) (παραμυθάς) παραμυθού, (φαγάς) φαγού· (κοιλαράς) κοιλαρού, (υπναράς) υπναρού, (χορευταράς) χορευταρού, (φωνακλάς) φωνακλού· (μπεκρής) μπεκρού, (παραλής) παραλού· (καβγατζής) καβγατζού, (καταφερτζής) καταφερτζού, (χωρατατζής) χωρατατζού· (γλεντζές) γλεντζού. 2. (σπάν., λογοτ.) δίνει ένα δεύτερο τύπο θηλυκού σε μερικά επίθετα σε -ιάρης -ιάρα -ιάρικο, τα οποία λειτουργούν μέσα στην πρόταση και ως ουσιαστικά: (ναζιάρης - ναζιάρα) ναζού, (τσιμπλιάρης - τσιμπλιάρα) τσιμπλού· πιο συχνά σε μερικά επίθετα σε -ης -α -ικο, σύνθετα με β' συνθετικό τις λέξεις: μαλλί, μάτι, φρύδι: (ξανθομάλλης - ξανθομάλλα) ξανθομαλλού, (μαυρομάτης - μαυρομάτα) μαυροματού, (γαϊτανοφρύδης - γαϊτανοφρύδα) γαϊτανοφρυδού.

[< -ού 1]

-ού 3 : επίθημα για το σχηματισμό του θηλυκού γένους αρσενικών μεγεθυντικών ουσιαστικών σε -άς 2· δηλώνει το θηλυκού γένους πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από ανάλογη προς το αρσενικό ιδιότητα: (δοντάς) δοντού, (χειλάς) χειλού· (λεφτάς) λεφτού.

[< -ού 1]

-ού 4 : κατάληξη ανισοσύλλαβων θηλυκών ουσιαστικών: μαϊμού, αλεπού, φουφού, σουσού.

[μσν. -ού συνήθ. προσαρμ. δανείων κατά το -ού 1 με βάση την αιτ. -ούν: μσν. μαϊμού, αιτ. μαϊμούν < αραβ. maymūn]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες