Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ουριά"
2 εγγραφές [1 - 2]
-ουρία [uría] : (ιατρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά. 1. δηλώνει την παρουσία στα ούρα της ουσίας που εκφράζει το α' συνθετικό: αιματ~, λευκωματ~, λιπο~. 2. αναφέρεται στην ούρηση: βραδυ~, πολυ~, συχνο~.

[λόγ. < αρχ. -ουρία θ. του ουσ. οsρ(ον) -ία ως β' συνθ.: αρχ. δυσ-ουρία, ελνστ. λιθ-ουρία & νλατ. -uria < αρχ. -ουρία: πυ-ουρία < νλατ. pyuria, λευκωματ-ουρία μτφρδ. νλατ. albuminuria]

-ουριά [urjá] : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά. 1. μεγεθύνει μειωτικά τη σημασία της πρωτότυπης λέξης: (λάσπη) λασπουριά. 2. (συχνά λαϊκότρ.) δημιουργεί περιληπτικά ουσιαστικά που δηλώνουν σύνολο ατόμων με την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (γύφτος) γυφτουριά, (κλέφτης) κλεφτουριά, (λεβέντης) λεβεντουριά.

[σύνθετο μετουσ. περιλ. επίθημα -ούρ(α) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες