Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ουργία"
1 εγγραφή
-ουργία [urjía] : β' συνθετικό σε θηλυκά αφηρημένα ουσιαστικά· δηλώνει σε αντιστοιχία συνήθ. με το οικείο αρσενικό ουσιαστικό σε -ουργός: 1. επαγγελματική ενασχόληση, δραστηριότητα, επιχείρηση σχετική με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: μεταλλ~, ταπητ~, υφαντ~. 2. σύνολο γνώσεων και τεχνικών που αφορούν αυτό που συνεπάγεται το α' συνθετι κό: αμπελ~, βαμβακ~.

[λόγ. < αρχ. -ουργία (< -ουργ(ός) -ία) ως β' συνθ.: αρχ. δημι-ουργία (< δημι-ουργός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες