Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ουλας [ulas] : (σπάν.) μεγεθυντικό επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών: (βυθός) βύθουλας.
[ίσως μσν. επίθημα -ουλας < -ούλ(ι) μεγεθ. -ας: μσν. ζητ-ούλ(ιν) > ζήτ-ουλ-ας (δες λ.), βούρδ-ουλας (δες λ.)]
- -ουλάς [ulás] : (σπάν.) επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών· δηλώνει τον πωλητή αυτού που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (αυγό) αυγουλάς, (νερό) νερουλάς.
[< -ούλ(ι) -άς]