Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ουλίζω [ulízo] : (σπάν.) επίθημα για την παραγωγή ρημάτων από άλλα ρήματα· δηλώνει ότι γίνεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο η ενέργεια που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (μασώ) μασουλίζω.
[σύνθετο υποκορ. επίθημα -ουλίζω < αρχ. -ύλλ(ω) -ίζω: αρχ. ἐξαπατ-ύλλω `εξαπατώ λιγάκι΄ με τρο πή [i > u] από επίδρ. του [l] ]