Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-οσύνη"
1 εγγραφή
-οσύνη [osíni] : επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών. 1. δηλώνει την ιδιότητα που απορρέει από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· παράγεται: α. από επίθετα σε -ος: (δίκαιος) δικαιοσύνη, (αγράμματος) αγραμματοσύνη, (έμπιστος) εμπιστοσύνη, (έξαλλος) εξαλλοσύνη, (ντροπαλός) ντροπαλοσύνη. β. από επίθετα σε -ων / -ονας: (αγνώμων - αγνώμονας) αγνωμοσύνη, (ελεήμων - ελεήμονας) ελεημοσύ νη, (ισχυρογνώμων - ισχυρογνώμονας) ισχυρογνωμοσύνη, (μετριόφρων - μετριόφρονας) μετριοφροσύνη. γ. από ονόματα (επίθετα ή ουσιαστικά) σε -ης, -ας, -ής, -άς που δηλώνουν ιδιότητα: (νοικοκύρης) νοικοκυροσύ νη, (μάστορας) μαστοροσύνη, (ατζαμής) ατζαμοσύνη, (χουβαρντάς) χουβαρντοσύνη. 2. (παραγωγή από ουσιαστικά) δηλώνει: α. (λαϊκότρ.) επάγγελμα, τέχνη σχετικά με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (μαραγκός) μαραγκοσύνη. β. σύνολο προσώπων που χαρακτηρίζονται από την ιδιότητα που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ιερέας) ιεροσύνη, (ρωμιός) ρωμιοσύνη, (χριστιανός) χριστιανοσύνη. 3. παράλληλα με παράγωγα ουσιαστικά σε -ότητα, -ιά, -άδα με διαφορά ή όχι ως προς τη σημασία ή το επίπεδο γλώσσας: (άγιος) αγιοσύνη - αγιότητα, (αγαθός) αγαθοσύνη - αγαθότητα, (άμυαλος) αμυαλοσύνη - αμυαλιά, (παλικάρι) παλικαροσύνη - παλικαριά, (σβέλτος) σβελτοσύνη - σβελτάδα.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. μετον. επίθημα -σύνη παραγωγικό αφηρ. θηλυκών ουσ., συνήθ. σε λ. σε -ων: αρχ. σώφρων > σωφρο-σύνη, ελνστ. ἐλεήμων > ἐλεημο-σύνη αλλά και σε λ. σε -ος: αρχ. δίκαιο-ς > δικαιο-σύνη και τελικά επέκτ. σε -οσύνη: αρχ. μάντ-ις > μαντ-οσύνη `μαντική τέχνη΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες