Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -οστός -οστή -οστό [ostós] : επίθημα για το σχηματισμό των τακτικών αριθμητικών πάνω από το είκοσι: τριακοστός, τεσσαρακοστός, πεντηκοστός, εξηκοστός· εκατοστός, διακοσιοστός, τριακοσιοστός, χιλιοστός. || απειροστός, πολλοστός, νιοστός.
[λόγ. < αρχ. επίθημα τακτικών αριθμτ. -οστός: αρχ. τεσσαρακ-οστός]



