Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-οπούλα"
1 εγγραφή
-οπούλα [opúla] : υποκοριστικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει: 1. τη μικρής ηλικίας κόρη αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (άρχοντας) αρχοντοπούλα, (βασιλιάς) βασιλοπούλα, (ρήγας) ρηγοπούλα, (τσέλιγκας) τσελιγκοπούλα. 2. το συνήθ. μικρής ηλικίας κορίτσι που έχει τα χαρακτηριστικά στοιχεία που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (Έλληνας) Ελληνοπούλα, (βοσκός) βοσκοπούλα, (γείτονας) γειτονοπούλα, (νησιώτης) νησιωτοπούλα, (νοικοκύρης) νοικοκυροπούλα.

[μσν. -πούλα, -οπούλα < -όπου λ(ο) -α, -πουλ(ο) -α: μσν. βασιλ-ο-πούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες