Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-ον"
5 εγγραφές [1 - 5]
-ον 1 [on] & -όν [ón] : κατάληξη ανισοσύλλαβων ουδέτερων ουσιαστικών λόγιας προέλευσης: καθήκον, συμφέρον· ον, παρόν, παρελθόν.

[λόγ. < αρχ. επίθημα ουδ. μτχ. -ον και -όν: αρχ. καθῆκ-ον, παρελθ-όν]

-ον 2 & -όν : επίθημα για το σχηματισμό επιρρημάτων από τακτικά αριθμητικά επίθετα· το επίρρημα δηλώνει τη σειρά με την οποία αναφέρεται κτ. στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο: (πρώτος) πρώτον, (δεύτερος) δεύτερον, (τρίτος) τρίτον, (εικοστός) εικοστόν.

[λόγ. < αρχ. επίθημα επιρρ. -ον και -όν με βάση το ουδ. του επιθ.: αρχ. τρίτ-ον (< τρίτος)]

-όνη [óni] : (χημ.) επίθημα οργανικών ενώσεων που υποδηλώνει ότι η ένω ση ανήκει στις κετόνες: ακετόνη, οιστρόνη.

[λόγ. < γαλλ. -one: ακε τ-όνη < γαλλ. acetone]

-όνι [óni] : ατονημένο υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: κλεφτρόνι, πρεζόνι, στριφόνι.

[ιταλ. μεγεθ. επίθημα -on(e) με προσθ. του που έχει συχνά υποκορ. σημ. και ειδικά με βάση το ζευγάρι κασ-όνι (< ιταλ. cassone `μεγάλη κάσα΄) - κάσ-α]

-οντας [ondas], όταν το ρήμα ανήκει στην α' συζυγία & -ώντας [óndas], όταν το ρήμα ανήκει στη β' συζυγία : κατάληξη για το σχηματισμό άκλιτης μετοχής του ενεργητικού ενεστώτα· αναφέρεται συνήθ. στο υποκείμενο της πρότασης το οποίο προσδιορίζει τροπικά, χρονικά, αιτιολογικά, υποθετικά ή παραχωρητικά (επιδέχεται άρνηση με το μη): ακούγοντας, έχοντας, κάνοντας, τρώγοντας· θέλοντας και μη (θέλοντας)· αγαπώντας, μασώντας, ρωτώντας, τηλεφωνώντας, τραγουδώντας. || σχηματισμός μετοχής από αποθετικά ρήματα που έχουν και σπανιότερο ενεργητικό τύπο: (στέκομαι - στέκω) στέκοντας, (υπερασπίζομαι - υπερασπίζω) υπερασπίζοντας, (χαίρομαι - χαίρω) χαίροντας. || (λογοτ., προφ.) σχηματισμός μετοχής από αποθετικά ρήματα: (διηγούμαι) διηγώντας, (έρχομαι) έρχοντας, (κάθομαι) κάθοντας, (ονειρεύομαι) ονειρεύοντας, (συλλογιέμαι) συλλογιώντας, (φοβάμαι) φοβώντας.

[αρχ. μεε. -ων, αιτ. -οντα και -ῶν, αιτ. -ῶντα > μσν. -οντα, -ώντα: θέλοντα `με τη θέλησή του΄ (κατάλ. αρσ.): μσν. έχ-οντας με νεοελλ. επέκτ. και σε αποθ. ρ.: στέκ-οντας, διηγ-ώντας, κατά τα τρώγ-οντας, ρωτ-ώντας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες