Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 86 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -αμάρα [amára] & -μάρα [mára] & -ομάρα [omára] & -ωμάρα [omára] : (συχνά προφ., οικ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών· δηλώνει συμπεριφορά, κατάσταση, ιδιότητα κτλ. σχετική με αυτό που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -άρα 2)· παραγωγή: 1. από επίθετα: (κουτός) κουταμάρα, (σαχλός) σαχλαμάρα, (χαζός) χαζαμάρα και χαζομάρα. 2. από επίθετα ή ρήματα (και ρηματικά παράγωγα) παράγωγα από επίθετα: (βουβός - βουβαίνω) βουβαμάρα, (κουτσός - κουτσαίνω) κουτσαμάρα, (κουφός - κουφαίνω) κουφαμάρα, (μουγγός - μουγγαίνω) μουγγαμάρα, (τρελός - τρελαίνω) τρελαμάρα· (στραβός - στραβώνω) στραβωμάρα. 3. από ρήματα: (φαγώνομαι) φαγωμάρα, (λιγώνομαι) λιγωμάρα· (βαριεστώ) βαριεστημάρα, (σκοτίζω) σκοτισμάρα.
[< μεταρ. ουσ. σε -μός, -μα με προσθήκη του μεγεθ. -άρα: βαρεμ(ός) > βαρεμ-άρα και με βάση ουσ. με θ. σε -α-, -ω-: βουβ-α-μός > βουβ-αμάρα, φάγ-ω-μα > φαγ-ωμάρα, επέκτ. σε ουσ. και επίθ. με διαφ. θ.: κουτ-ός > κουτ-αμάρα, χαζ-ός > χαζ-ομάρα]
- -αρίζω [arízo] & -ρίζω [rízo] & -ουρίζω [urízo] : επίθημα ρημάτων παράγωγων: 1. από ονοματοποιία· (πρβ. -ανίζω): κακαρίζω, νιαουρίζω, πλατσαρίζω, πλατσουρίζω, ψιψιρίζω. 2. από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος συμπεριφέρεται όπως υπονοεί η πρωτότυπη λέξη: (παιδιά) παιδιαρίζω.
[ελνστ. -(α)ρίζω με βάση το ρ. ὀγκαρίζω (δες γκαρίζω)· -ου-: με βάση το νιαουρίζω]
- -άς -ού -άδικο / -ούδικο [ás] : επίθημα ανισοσύλλαβων ονομάτων παράγωγων από ουσιαστικά· μέσα στην πρόταση τα ονόματα αυτά λειτουργούν συνηθέστερα ως κατηγορούμενα και λιγότερο ως επιθετικοί προσδιορισμοί και δηλώνουν το πρόσωπο (άντρα, γυναίκα, παιδί ή γενικά έμψυχο ουδέτερου γένους) που χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (γλώσσα) γλωσσάς - γλωσσού - γλωσσάδικο, (λόγος) λογάς - λογού - λογάδικο, (φαΐ) φαγάς - φαγού - φαγάδικο / φαγούδικο. || συχνά δηλώνει το πρόσωπο που αγαπά, που του αρέσει να τρώει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (μακαρόνια) μακαρονάς - μακαρονού - μακαρονάδικο.
[επίθημα επιθ. < -άς 1]
- -ας 1 [as] : κατάληξη ισοσύλλαβων αρσενικών ουσιαστικών: ταμίας, πατέρας, αιώνας, ξενώνας, λιμένας, νιπτήρας, πυθμένας· αστυφύλακας, έφορας, εύζωνας.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. -ας κατάλ. πρωτόκλιτων αρσ.: λόγ. < ταμίας & μσν. -ας μεταπλ. αρχ. τριτόκλιτων με βάση την αιτ. για εξομάλ. της κλίσης: αρχ. ὁ πατήρ, αιτ. τόν πατέρα και νέα ονομ. μσν. ο πατέρας & λόγ. -ας μεταπλ. αρχ. τριτόκλιτων με βάση την αιτ. για προσαρμ. στη δημοτ.: αρχ. ὁ κλητήρ, αιτ. τόν κλητῆρα και νέα ονομ. ο κλητήρας & μεταπλ. αρχ. δευτερόκλιτων: αρχ. ὁ ἔμπορος > ο έμπορας]
- -άς 1 [ás] θηλ. -ού 1* : επίθημα ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που το επάγγελμά του είναι σχετικό με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, φτιάχνει, επιδιορθώνει ή πουλάει αυτό που φανερώνει η πρωτότυπη λέξη: (γάλα) γαλατάς, (κόσκινο) κοσκινάς, (ομπρέλα) ομπρελάς, (πάπλωμα) παπλωματάς, (ψωμί) ψωμάς.
[ελνστ. επίθημα -ᾶς, συνήθ. επαγγελματικών: ελνστ. χαρκωματ-ᾶς `χαλκωματάς΄, μαχαιρ-ᾶς `αυτός που φτιάχνει μαχαίρια΄ (και αρχ. φαγ-ᾶς)]
- -ας 2 & -άς [ás] : κατάληξη ανισοσύλλαβων αρσενικών ουσιαστικών: ρήγας, μπάρμπας· βοριάς, βραχνάς, παπάς.
[ελνστ. -ᾶς, πληθ. -ᾶδες με βάση αρχ. (ιων. διάλ.): ελνστ. μαχαιρ-ᾶς (δες και -άς 1)]
- -άς 2 θηλ. -ού 3* : στις περιπτώσεις που σχηματίζεται· επίθημα μεγεθυντικών ουσιαστικών παράγωγων συνήθ. από ουσιαστικά· συχνά χρησιμοποιείται σε παρωνύμια ή σε οικογενειακά ονόματα· ειδικότερα δηλώνει το πρόσωπο: 1. που χαρακτηρίζεται από ένα μεγαλύτερο από το κανονικό μέρος του σώματός του: (δόντι) δοντάς, (χείλια) χειλάς. 2. που έχει σε μεγάλη ποσότητα αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (λεφτά) λεφτάς.
[< -ας 1]
- -γειος -α -ο [jios] θηλ. (λόγ.) & -ος (βλ. σημ. 2) : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα. 1α. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο βρίσκεται σε σχέση με την επιφάνεια του εδάφους εκεί που υποδηλώνει το α' συνθετικό: ισό~. β. σε παραγωγή: υπέρ~, υπό~. || με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου: υπόγειο. || δηλώνει απόσταση από τη γη, κυριολεκτικά και μεταφορικά: απόγειο. 2. σε σύνθεση, με τη σημασία περιοχή, γη: Mεσό~, υδρό~. || με ουσιαστικοποίηση του λόγιου θηλυκού: η Mεσό~, η υδρό~.
[λόγ. < αρχ. -γειος (θ. συγγ. του ουσ. γῆ) ως β' συνθ. (στη σημ. 1): αρχ. ἐπί-γειος]
- -ο 1 [o] & -ό [ó] : 1. κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών: μήλο, φτερό· σίδερο. 2. επίθημα για το σχηματισμό σύνθετων ουδέτερων ουσιαστικών: (αγόρι - κορίτσι) αγοροκόριτσο, (άγριος - λουλούδι) αγριολούλουδο.
[1: μσν. -ο, -ό < αρχ. κατάληξη ουδ. -ον, -όν: αρχ. μῆλ-ον, πτερ-όν με αποβ. του τελικού -ν & σπάν. < αρχ. -ίον με συνίζηση για αποφυγή της χασμ. και αποβ. του τελικού -ν αναλ. προς άλλα σε -ό: αρχ. χωρ-ίον > χωρ-ιό (τα περισσότερα αρχ. σε -ίον εξελίχτηκαν σε -ί 1) & μσν. -ο, -ό < μεταπλ. αρχ. αρσ. σε -ος, -ός με βάση την αιτ.: αρχ. ὁ βουνός, αιτ. τόν βουνόν > μσν. το βουνό(ν), αρχ. ὁ σίδηρος, αιτ. τόν σίδηρον > μσν. το σίδερον & μεταπλ. αρχ. θηλ. ον. δέντρων σε αρσ. και τελικά σε ουδ. κατά τη λ. το δέντρο: αρχ. ἡ ἐλάτη > ο έλατος > το έλατο & αρχ. ουδ. σε -ος > μσν. μεταπλ. -ο κατά τα άλλα ουδ.: αρχ. τό κρύος > μσν. το κρύο· 2: αρχ. και ιδίως ελνστ. κατάληξη -ον σύνθετων ουδ. ουσ. σε -ον: ελνστ. ἀγριοσέλιν-ον < αρχ. ἄγριο(ν) + σέλινον που επεκτάθηκε ως επίθημα και σε άλλου τύπου σύνθετες λ.: αρχ. πρόθυρον < πρό + θύρ(α) -ον και αναλ. προς το α' συνθ. που συνήθ. έχει το συνδετικό φων. -ο-: μσν. αγρι-ο-γούρουνον: γουρού ν(ι) -ο κατά το α' συνθ. αγρι-ο-, κεφαλ-ό-βρυσο: βρύσ(η) -ο κατά το α' συνθ. κεφαλ-ο-]
- -ο 2 : (λαϊκότρ.) κατάληξη θηλυκών γεωγραφικών ονομάτων: Zάκυνθο, Σάμο, Kύπρο.
[μεταπλ. αρχ. γεωγραφικών ον. -ος με παράλειψη του -ς που κανονικά δηλώνει αρσ. γένος: αρχ. ἡ Σάμος > η Σάμο (για κύρια θηλ. ον. σε -ο δες -ω)]



