Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-νόμος"
3 εγγραφές [1 - 3]
-νόμος 1 [nómos] θηλ. -νόμος [nómos], στις περιπτώσεις που σχηματίζεται : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει: 1. επιστήμονα ειδικευμένο στην επιστήμη ή στον κλάδο που δηλώνεται με το αντίστοιχο θηλυκό σε -νομία 1: αστρο~, βιβλιοθηκο~, δασο~. 2. πρόσωπο που έχει ως επάγγελμα τη ρύθμιση της λειτουργίας αυτού που δηλώνεται με το α' συνθετικό και εργάζεται στην αντίστοιχη υπηρεσία που δηλώνεται με το θηλυκό σε -νομία 1: αγορα~, οικο~, παιδο~, αστυ~. || στρατο~, αερο~.

[λόγ. < αρχ. -νόμος (< νόμος, ρ. νέμω) ως β' συνθ.: αρχ. παιδο-νόμος, ἀστρο-νόμος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

-νόμος 2 : το ουσ. νόμος ως β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει νόμο της πολιτείας που θεσπίστηκε για τη συνολική αντιμετώπιση ενός μεγάλου θέματος ή προβλήματος: τρομο~.

[< ουσ. νόμος]

-νόμος 3 : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά· δηλώνει ειδικό εργαλείο ή συσκευή κατάλληλα για τη διανομή, διοχέτευση αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: ατμο~.

[λόγ. < -νόμος 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες