Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-νομία"
2 εγγραφές [1 - 2]
-νομία 1 [nomía] : β' συνθετικό σε αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. επιστημονικό κλάδο ή γενικά συγκροτημένη επιστημονική γνώση που έχει ως αντικείμενό της αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αστρο~, βιβλιοθηκο~, δασο~, δημοσιο~, δικο~, οικο~. 2. υπηρεσία που έργο της είναι η ρύθμιση της λειτουργίας αυτού που δηλώνεται με το α' συνθετικό: αγορα~, αγρο~, αστυ~, στρατο~.

[λόγ. < αρχ. -νομία `καταμερισμός, ταχτοποίηση΄ < νόμ(ος) -ία ως β' συνθ.: αρχ. ἀστρο-νομία & γαλλ. -nomie < αρχ. -νομία: αγρο-νομία < γαλλ. agrono mie]

-νομία 2 : β' συνθετικό σε αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει κατάσταση ή σχέση με τους νόμους της πολιτείας ανάλογη με αυτή που συνεπάγεται το στοιχείο που υπάρχει ως α' συνθετικό: ισο~, πολυ~. || σε παραγωγή με προθήματα: αντι~, ευ~.

[λόγ. < αρχ. -νομία (δες στο -νομία 1) ως β' συνθ.: αρχ. ἰσο-νομία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες