Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-μός"
1 εγγραφή
-μός [mós] & -αμός [amós] & -εμός [emós] & -ημός [imós] & -ωμός [omós] & -γμός [γmós] & -σμός [zmós], ανάλογα με το θέμα του ρήματος από το οποίο παράγεται : επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· δηλώνει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος από το οποίο παράγεται: (χάνω) χαμός, (δέρνω) δαρμός, (διασύρω) διασυρμός, (εμβολιάζω) εμβολιασμός, (εφοδιάζω) εφοδιασμός, (σχεδιάζω) σχεδιασμός, (διπλασιάζω) διπλασιασμός, (ενταφιάζω) ενταφιασμός, (ψεκάζω) ψεκασμός, (θηλάζω) θηλασμός, (θαυμάζω) θαυμασμός, (υπολογίζω) υπολογισμός, (στροβιλίζω) στροβιλισμός, (εντοπίζω) εντοπισμός, (κυματίζω) κυματισμός· (πεθαίνω) πεθαμός, (ξετρελαίνω) ξετρελαμός· (πηγαίνω) πηγεμός· (μετρώ) μετρημός· (λυτρώνω) λυτρωμός, (ξεσηκώνω) ξεσηκωμός, (σκοτώνω) σκοτωμός· (στενάζω) στεναγμός, (σπαράζω) σπαραγμός, (διστάζω) δισταγμός, (πνίγω) πνιγμός.

[αρχ. μεταρ. επίθημα -μός παραγωγικό αφηρ. αρσ. ουσ.: αρχ. παλ-μός < πάλλω, βλαστη-μός `παραβλάσταρο΄ < βλαστη- (βλαστάνω), ἑλιγ-μός < ἑλικ- (ἑλίσσω), λογισ-μός < λογισ- (λογίζομαι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες