Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-μορφία"
1 εγγραφή
-μορφία [morfía] : β' συνθετικό σε παρασύνθετα αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά συνήθ. σε αντιστοιχία με τα σύνθετα επίθετα σε -μορφος· δηλώ νει: 1. (με α' συνθετικό ουσιαστικό) κατάσταση που χαρακτηρίζει ένα έμβιο ον από την ομοιότητά του, κυρίως εξωτερικά, με αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ανθρωπο~, θηριο~. || (ιατρ.) γεροντο~, τερατο~. 2. κατάσταση ή ιδιότητα που απορρέει από αυτό που εκφράζει το αντίστοιχο επίθετο σε -μορφος: ανομοιο~, ομοιο~, ποικιλο~, πολυ~.

[λόγ. < αρχ. -μορφία < -μορφ(ος) -ία ως β' συνθ.: αρχ. δυσ-μορφία & διεθ. -morphia, -morphism < αρχ. -μορφ(ος) -ia, -ism: παιδο-μορφισμός < διεθ. paedo- + -morphism]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες