Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -μισι [misi], όταν το α' συνθετικό λήγει σε φωνήεν & -ήμισι [ímisi], όταν το α' συνθετικό λήγει σε σύμφωνο : β' συνθετικό σε σύνθεση με τα απόλυ τα αριθμητικά συνήθ. ως το είκοσι· προσδίδει στο οποιουδήποτε γένους ουσιαστικό που προσδιορίζει την έννοια του αριθμητικού αυξημένη κατά μισή μονάδα: οκτώ~: Εργασία οκτώ~ ωρών· δεκατρεισήμισι: Aπόσταση δεκατρεισήμισι χιλιομέτρων· τρεισήμισι και τριά~, τεσσερισήμισι και τεσσερά~.
[ελνστ. -μισυ, -ήμισυ < αρχ. ἥμισυ ουδ. του επιθ. ἥμισυς ως β' συνθ.: ελνστ. δυό-μισυ, ἑπτά ἡμίσους (ορθογρ. απλοπ.)]