Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -μηχανή [mixaní] : β' συνθετικό σε σύνθετα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει: 1. μηχανή που χρησιμοποιεί ως κινητήρια καύσιμη ύλη αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: ατμο~, βενζινο~, ηλεκτρο~, πετρελαιο~, ντιζελο~. 2. μηχανή κατάλληλη για την εργασία που συνεπάγεται το α' συνθετικό: αριθμο~, γραφο~, κρεατο~, πλεκτο~, ραπτο~· κουζινο~, μίξερ κατάλληλο για πολλές εργασίες της κουζίνας, μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής.
[λόγ. < ουσ. μηχανή ως β' συνθ. & μτφρδ.: γραφο-μηχανή < γαλλ. machine à écrire]