Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "-μηνος"
1 item total
-μηνος -η -ο [minos] : β' συνθετικό σε σύνθετα: 1. επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο διαρκεί τόσους μήνες όσους εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό που συνήθ. υπάρχει ως α' συνθετικό: δί~, εικοσά~, εξά~, οκτά~, τρί~· ολιγό~, πολύ~. 2. με ουσιαστικοποίηση του ουδέτερου γένους για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα: δίμηνο, τρίμηνο, εξάμηνο, οκτάμηνο.

[λόγ. < αρχ. -μηνος < αρχ. μήν (δες μήνας) -ος ως β' συνθ.: αρχ. δί-μηνος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go