Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-μετρος"
1 εγγραφή
-μετρος -η -ο [metros] : β' συνθετικό σύνθετων επιθέτων· δηλώνει: 1. ότι το προσδιοριζόμενο έχει τόσο μήκος σε μέτρα όσο δηλώνει το απόλυτο αριθμητικό που συνήθ. υπάρχει ως α' συνθετικό: δί~, πεντά~, δεκά~. 2. (μετρ.) ότι το προσδιοριζόμενο αποτελείται από τόσους μετρικούς πόδες όσους αναφέρει το α' συνθετικό: εξά~. || με ουσιαστικοποίηση του ουδέτερου γένους: το εξάμετρο.

[λόγ.: 1: μέτρ(ον)I2α -ος ως β' συνθ.· 2: αρχ. -μετρος < μέτρον (δες μέτροIII1) ως β' συνθ.: αρχ. ἑξά-μετρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες