Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "-μετρο"
4 εγγραφές [1 - 4]
-μετρο 1 [metro] : (επιστ.) β' συνθετικό σύνθετων ουδέτερων ουσιαστικών· δηλώνει όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -μετρητής): βροχό~, γωνιό~, θερμιδό~, θερμό~, υγρό~, χρονό~.

[λόγ. < ελνστ. -μετρον, αρχ. -μετρος (αρσ.) (< αρχ. μέτρον) ως β' συνθ.: αρχ. ἑξά-μετρος `εξάμετρο΄, ελνστ. ὁδό-μετρον `όργανο για τη μέτρηση αποστάσεων΄ & διεθ. -metron < αρχ. -μετρος, -μετρον: θερ μό-μετρο, υγρό-μετρο < γαλλ. thermomètre, hygromètre]

-μετρο 2 : β' συνθετικό σε σύνθετα ουδέτερα ουσιαστικά που δηλώνουν πολλαπλάσια ή υποπολλαπλάσια του μέτρου (ως μονάδας μήκους): εκατοστό~, δεκά~, χιλιό~.

[λόγ. < ουσ. μέτρονI2α (< γαλλ. mètre) ως β' συνθ.: χιλιό-μετρον < γαλλ. kilomètre]

-μετρος -η -ο [metros] : β' συνθετικό σύνθετων επιθέτων· δηλώνει: 1. ότι το προσδιοριζόμενο έχει τόσο μήκος σε μέτρα όσο δηλώνει το απόλυτο αριθμητικό που συνήθ. υπάρχει ως α' συνθετικό: δί~, πεντά~, δεκά~. 2. (μετρ.) ότι το προσδιοριζόμενο αποτελείται από τόσους μετρικούς πόδες όσους αναφέρει το α' συνθετικό: εξά~. || με ουσιαστικοποίηση του ουδέτερου γένους: το εξάμετρο.

[λόγ.: 1: μέτρ(ον)I2α -ος ως β' συνθ.· 2: αρχ. -μετρος < μέτρον (δες μέτροIII1) ως β' συνθ.: αρχ. ἑξά-μετρος]

-μετρώ [metró] -ιέμαι & -ούμαι : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος: I. εκτελεί συνήθ. την ενέργεια που συνεπάγεται η χρήση οργάνου που έχει ως β' συνθετικό το -μετρο, -μετρητής: θερμο~, σφυγμο~, χρονο~. II. κάνει υπολογισμούς, μετρήσεις σχετικές με αυτό που συνεπάγεται το α' συνθετικό: φυλλο~.

[λόγ. < αρχ. -μετρῶ < ρ. μετρῶ ως β' συνθ.: αρχ. κατα-μετρῶ, ελνστ. οἰνο-μετρῶ `μετρώ και μοιράζω ποσότητα κρασιού΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες