Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -μετρητής [metritís] : (επιστ.) β' συνθετικό σύνθετων αρσενικών ουσιαστικών· δηλώνει όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό· (πρβ. -μετρο): θερμιδο~, ογκο~.
[λόγ. < ελνστ. -μετρητής < αρχ. μετρητής `δοχείο μέτρησης΄ ως β' συνθ.: ελνστ. πυρο-μετρητής `ο επιφορτισμένος με τη μέτρηση σταριού΄ σημδ. γαλλ. -mètre (δες στο -μετρο 1): θερμιδο-μετρητής < γαλλ. calorimètre]